κάμποσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | κάμποσος | κάμποση | κάμποσο | |||
| γενική | κάμποσου | κάμποσης | κάμποσου | |||
| αιτιατική | κάμποσο | κάμποση | κάμποσο | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | κάμποσοι | κάμποσες | κάμποσα | |||
| γενική | κάμποσων | κάμποσων | κάμποσων | |||
| αιτιατική | κάμποσους | κάμποσες | κάμποσα | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| Δείτε και τους τύπους του λαϊκότροπου «καμπόσος». | ||||||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες | ||||||
Ετυμολογία
- κάμποσος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμπόσος με μετακίνηση τόνου[1] < αρχαία ελληνική κἄν + πόσος [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkam.bo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐μπο‐σος
- τονικό παρώνυμο: καμπόσος
Αντωνυμία
κάμποσος, -η, -ο (αόριστη αντωνυμία)
Συγγενικά
Αναφορές
- κάμποσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.