ύβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύβος οι ύβοι
      γενική του ύβου των ύβων
    αιτιατική τον ύβο τους ύβους
     κλητική ύβε ύβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ύβος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ύβος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.