καμπανοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμπανοειδής η καμπανοειδής το καμπανοειδές
      γενική του καμπανοειδούς* της καμπανοειδούς του καμπανοειδούς
    αιτιατική τον καμπανοειδή την καμπανοειδή το καμπανοειδές
     κλητική καμπανοειδή(ς) καμπανοειδής καμπανοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμπανοειδείς οι καμπανοειδείς τα καμπανοειδή
      γενική των καμπανοειδών των καμπανοειδών των καμπανοειδών
    αιτιατική τους καμπανοειδείς τις καμπανοειδείς τα καμπανοειδή
     κλητική καμπανοειδείς καμπανοειδείς καμπανοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καμπανοειδής < καμπάνα + -ο- + -ειδής

Επίθετο

καμπανοειδής, -ής, -ές

Συνώνυμα

  • καμπανομορφικός
  • καμπανόμορφος
  • καμπανόσχημος
  • κουδουνοειδής
  • κουδουνομορφικός
  • κουδουνόμορφος
  • κουδουνόσχημος
  • κωδωνοειδής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.