καλόφωνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόφωος η καλόφωη το καλόφωο
      γενική του καλόφωου της καλόφωης του καλόφωου
    αιτιατική τον καλόφωο την καλόφωη το καλόφωο
     κλητική καλόφωε καλόφωη καλόφωο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόφωοι οι καλόφωες τα καλόφωα
      γενική των καλόφωων των καλόφωων των καλόφωων
    αιτιατική τους καλόφωους τις καλόφωες τα καλόφωα
     κλητική καλόφωοι καλόφωες καλόφωα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλόφωνα < καλόφωνος + < μεσαιωνική ελληνική καλόφωνος[1] < αρχαία ελληνική καλός + φωνή

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ˈlo.fo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλόφωνα

Επίρρημα

καλόφωνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. καλόφωνος -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.