καλόβαθρον

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

καλόβαθρον < αρχαία ελληνική καλόβαθρον

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈlo.va.θɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλόβαθρον

Ουσιαστικό

καλόβαθρον ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καλόβαθρον τὰ καλόβαθρ
      γενική τοῦ καλοβάθρου τῶν καλοβάθρων
      δοτική τῷ καλοβάθρ τοῖς καλοβάθροις
    αιτιατική τὸ καλόβαθρον τὰ καλόβαθρ
     κλητική ! καλόβαθρον καλόβαθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλοβάθρω
γεν-δοτ τοῖν  καλοβάθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλόβαθρον < κωλό- (κῶλον) + βάθρον[1]

Ουσιαστικό

καλόβαθρον ουδέτερο

Αναφορές

  1. κωλόβαθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.