κωλόβαθρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κωλόβαθρον τὰ κωλόβαθρ
      γενική τοῦ κωλοβάθρου τῶν κωλοβάθρων
      δοτική τῷ κωλοβάθρ τοῖς κωλοβάθροις
    αιτιατική τὸ κωλόβαθρον τὰ κωλόβαθρ
     κλητική ! κωλόβαθρον κωλόβαθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωλοβάθρω
γεν-δοτ τοῖν  κωλοβάθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωλόβαθρον < κωλό- (αρχαία ελληνική κῶλον) + βάθρον (< βαίνω)

Ουσιαστικό

κωλόβαθρον ουδέτερο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.