καλωσορισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλωσορισμένος η καλωσορισμένη το καλωσορισμένο
      γενική του καλωσορισμένου της καλωσορισμένης του καλωσορισμένου
    αιτιατική τον καλωσορισμένο την καλωσορισμένη το καλωσορισμένο
     κλητική καλωσορισμένε καλωσορισμένη καλωσορισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλωσορισμένοι οι καλωσορισμένες τα καλωσορισμένα
      γενική των καλωσορισμένων των καλωσορισμένων των καλωσορισμένων
    αιτιατική τους καλωσορισμένους τις καλωσορισμένες τα καλωσορισμένα
     κλητική καλωσορισμένοι καλωσορισμένες καλωσορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

καλωσορισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.