καλοχρονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλοχρονιά | οι | καλοχρονιές |
| γενική | της | καλοχρονιάς | των | καλοχρονιών |
| αιτιατική | την | καλοχρονιά | τις | καλοχρονιές |
| κλητική | καλοχρονιά | καλοχρονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lo.xɾoˈɲa/
Συγγενικά
- καλοχρονίζω
- καλοχρόνισμα
- καλόχρονος
- → δείτε τις λέξεις καλός και χρόνος
Μεταφράσεις
καλοχρονιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.