καλοχρόνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλοχρόνισμα τα καλοχρονίσματα
      γενική του καλοχρονίσματος των καλοχρονισμάτων
    αιτιατική το καλοχρόνισμα τα καλοχρονίσματα
     κλητική καλοχρόνισμα καλοχρονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλοχρόνισμα < καλοχρονίζω + -μα

Ουσιαστικό

καλοχρόνισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.