καλοσχεδιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοσχεδιασμένος | η | καλοσχεδιασμένη | το | καλοσχεδιασμένο |
| γενική | του | καλοσχεδιασμένου | της | καλοσχεδιασμένης | του | καλοσχεδιασμένου |
| αιτιατική | τον | καλοσχεδιασμένο | την | καλοσχεδιασμένη | το | καλοσχεδιασμένο |
| κλητική | καλοσχεδιασμένε | καλοσχεδιασμένη | καλοσχεδιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοσχεδιασμένοι | οι | καλοσχεδιασμένες | τα | καλοσχεδιασμένα |
| γενική | των | καλοσχεδιασμένων | των | καλοσχεδιασμένων | των | καλοσχεδιασμένων |
| αιτιατική | τους | καλοσχεδιασμένους | τις | καλοσχεδιασμένες | τα | καλοσχεδιασμένα |
| κλητική | καλοσχεδιασμένοι | καλοσχεδιασμένες | καλοσχεδιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλοσχεδιασμένος < καλο- + σχεδιασμένος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καλοσχεδιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.