καλοζωιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλοζωιστής οι καλοζωιστές
      γενική του καλοζωιστή των καλοζωιστών
    αιτιατική τον καλοζωιστή τους καλοζωιστές
     κλητική καλοζωιστή καλοζωιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλοζωιστής < καλοζωίζω + -τής

Ουσιαστικό

καλοζωιστής αρσενικό (θηλυκό καλοζωίστρια)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.