καλοζωίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλοζωίστρια | οι | καλοζωίστριες |
| γενική | της | καλοζωίστριας | των | καλοζωιστριών |
| αιτιατική | την | καλοζωίστρια | τις | καλοζωίστριες |
| κλητική | καλοζωίστρια | καλοζωίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλοζωίστρια < καλοζωιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Μεταφράσεις
καλοζωίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.