καλανδάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καλανδάριον τὰ καλανδάρια
      γενική τοῦ καλανδαρίου τῶν καλανδαρίων
      δοτική τῷ καλανδαρί τοῖς καλανδαρίοις
    αιτιατική τὸ καλανδάριον τὰ καλανδάρια
     κλητική ! καλανδάριον καλανδάρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλανδάριον < (λόγιο δάνειο) λατινική calendarium <  δείτε τις λέξεις calendae και Kalendae

Ουσιαστικό

καλανδάριον ουδέτερο

  1. ρωμαϊκό πιστωτικό βιβλίο, κατάλογος χρεών (που οι τόκοι τους πληρώνονταν την πρώτη του μηνός)
  2. καλαντάρι, ημερολόγιο

Συγγενικά

  • καλανδαρικά
  • καλάνδη
  • καλανδίζω
  • καλανδικόν
  • καλανδολόγιον
  • καλενδία

 και δείτε τις λέξεις καλάνδαι και καλένδαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.