καλανδάριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | καλανδάριον | τὰ | καλανδάρια | ||||
| γενική | τοῦ | καλανδαρίου | τῶν | καλανδαρίων | ||||
| δοτική | τῷ | καλανδαρίῳ | τοῖς | καλανδαρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | καλανδάριον | τὰ | καλανδάρια | ||||
| κλητική ὦ! | καλανδάριον | καλανδάρια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- καλανδάριον < (λόγιο δάνειο) λατινική calendarium < → δείτε τις λέξεις calendae και Kalendae
Ουσιαστικό
καλανδάριον ουδέτερο
- ρωμαϊκό πιστωτικό βιβλίο, κατάλογος χρεών (που οι τόκοι τους πληρώνονταν την πρώτη του μηνός)
- καλαντάρι, ημερολόγιο
Συγγενικά
- καλανδαρικά
- καλάνδη
- καλανδίζω
- καλανδικόν
- καλανδολόγιον
- καλενδία
Πηγές
- καλανδάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.