κακόχυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακόχυμος | η | κακόχυμη | το | κακόχυμο |
| γενική | του | κακόχυμου | της | κακόχυμης | του | κακόχυμου |
| αιτιατική | τον | κακόχυμο | την | κακόχυμη | το | κακόχυμο |
| κλητική | κακόχυμε | κακόχυμη | κακόχυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακόχυμοι | οι | κακόχυμες | τα | κακόχυμα |
| γενική | των | κακόχυμων | των | κακόχυμων | των | κακόχυμων |
| αιτιατική | τους | κακόχυμους | τις | κακόχυμες | τα | κακόχυμα |
| κλητική | κακόχυμοι | κακόχυμες | κακόχυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόχυμος < αρχαία ελληνική κακόχυμος
Μεταφράσεις
κακόχυμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.