καθόσον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθόσον < αρχαία ελληνική καθ' ὅσον < κατά + ὅσον < ὅσος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tant que

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈθo.son/

Επίρρημα

καθόσον

Σύνδεσμος

καθόσον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.