ὅσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὅσος < ὃς
Αντωνυμία
ὅσος,η,ον και ποιητικός τύπος ὃσσος, ὃσση, ὃσσον, επίσης ὄζος και ὄττος
Εκφράσεις
- ὃσοι μῆνες: κάθε μήνα, μηνιαία
- ὃσαι ἡμέραι: κάθε μέρα, καθημερινά
- ὅσαι ὧραι : κάθε ώρα, ωριαία
- ὃσος δή: οσοσδήποτε
- ὃσον μόνον : μόνον έως
- ὃσον οὐ : σχεδόν
- ὃσον τάχος : όσο γρηγορότερα γίνεται
- ὅσον σθένος : με όλη τη δύναμη
- ἐφ᾽ ὅσον ἐστὶν δυνατός : για όσο μπορεί
- ἐς ὅσον δύναμίς μοι ὑπῆρχεν : για όση ώρα, όσο αντέχω
- ἐν ὅσῳ : ενώ, στο διάστημα κατά το οποίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.