καθυποτάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθυποτάσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθυποτάσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε (κατα-) καθ- + υποτάσσω (υπο- + τάσσω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θi.poˈta.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θυ‐πο‐τάσ‐σω
Ρήμα
καθυποτάσσω, πρτ.: καθυπέτασσα, αόρ.: καθυπέταξα, παθ.φωνή: καθυποτάσσομαι, π.αόρ.: καθυποτάχθηκα, μτχ.π.π.: καθυποταγμένος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- καθυποταγμένος
- καθυπόταξη
- → και δείτε τις λέξεις κατά, υποτάσσω και τάσσω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθυποτάσσω | καθυπότασσα | θα καθυποτάσσω | να καθυποτάσσω | καθυποτάσσοντας | |
| β' ενικ. | καθυποτάσσεις | καθυπότασσες | θα καθυποτάσσεις | να καθυποτάσσεις | καθυπότασσε | |
| γ' ενικ. | καθυποτάσσει | καθυπότασσε | θα καθυποτάσσει | να καθυποτάσσει | ||
| α' πληθ. | καθυποτάσσουμε | καθυποτάσσαμε | θα καθυποτάσσουμε | να καθυποτάσσουμε | ||
| β' πληθ. | καθυποτάσσετε | καθυποτάσσατε | θα καθυποτάσσετε | να καθυποτάσσετε | καθυποτάσσετε | |
| γ' πληθ. | καθυποτάσσουν(ε) | καθυπότασσαν καθυποτάσσαν(ε) |
θα καθυποτάσσουν(ε) | να καθυποτάσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθυπότασξα | θα καθυποτάσξω | να καθυποτάσξω | καθυποτάσξει | ||
| β' ενικ. | καθυπότασξες | θα καθυποτάσξεις | να καθυποτάσξεις | καθυπότασξε | ||
| γ' ενικ. | καθυπότασξε | θα καθυποτάσξει | να καθυποτάσξει | |||
| α' πληθ. | καθυποτάσξαμε | θα καθυποτάσξουμε | να καθυποτάσξουμε | |||
| β' πληθ. | καθυποτάσξατε | θα καθυποτάσξετε | να καθυποτάσξετε | καθυποτάσξτε | ||
| γ' πληθ. | καθυπότασξαν καθυποτάσξαν(ε) |
θα καθυποτάσξουν(ε) | να καθυποτάσξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καθυποτάσξει | είχα καθυποτάσξει | θα έχω καθυποτάσξει | να έχω καθυποτάσξει | ||
| β' ενικ. | έχεις καθυποτάσξει | είχες καθυποτάσξει | θα έχεις καθυποτάσξει | να έχεις καθυποτάσξει | ||
| γ' ενικ. | έχει καθυποτάσξει | είχε καθυποτάσξει | θα έχει καθυποτάσξει | να έχει καθυποτάσξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθυποτάσξει | είχαμε καθυποτάσξει | θα έχουμε καθυποτάσξει | να έχουμε καθυποτάσξει | ||
| β' πληθ. | έχετε καθυποτάσξει | είχατε καθυποτάσξει | θα έχετε καθυποτάσξει | να έχετε καθυποτάσξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθυποτάσξει | είχαν καθυποτάσξει | θα έχουν καθυποτάσξει | να έχουν καθυποτάσξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.