καθυποτάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θi.poˈta.so.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θυ‐πο‐τάσ‐σο‐μαι
Ρηματικός τύπος
καθυποτάσσομαι, πρτ.: καθυποτασσόμουν, αόρ.: καθυποτάχθηκα, μτχ.π.π.: καθυποταγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος καθυποτάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.