καθρεπτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθρεπτισμένος | η | καθρεπτισμένη | το | καθρεπτισμένο |
| γενική | του | καθρεπτισμένου | της | καθρεπτισμένης | του | καθρεπτισμένου |
| αιτιατική | τον | καθρεπτισμένο | την | καθρεπτισμένη | το | καθρεπτισμένο |
| κλητική | καθρεπτισμένε | καθρεπτισμένη | καθρεπτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθρεπτισμένοι | οι | καθρεπτισμένες | τα | καθρεπτισμένα |
| γενική | των | καθρεπτισμένων | των | καθρεπτισμένων | των | καθρεπτισμένων |
| αιτιατική | τους | καθρεπτισμένους | τις | καθρεπτισμένες | τα | καθρεπτισμένα |
| κλητική | καθρεπτισμένοι | καθρεπτισμένες | καθρεπτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καθρεπτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθρεπτίζω
Μεταφράσεις
καθρεπτισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.