καθοδηγητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθοδηγητής οι καθοδηγητές
      γενική του καθοδηγητή των καθοδηγητών
    αιτιατική τον καθοδηγητή τους καθοδηγητές
     κλητική καθοδηγητή καθοδηγητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθοδηγητής < καθοδηγώ, καθοδητη- + -τής

Ουσιαστικό

καθοδηγητής αρσενικό, καθοδηγήτρια θηλυκό

  1. αυτός που καθοδηγεί κάποιον, του δείχνει τον δρόμο, τον συμβουλεύει
  2. ανώτερο στέλεχος κομμουνιστικού κόμματος που καθοδηγεί μια οργάνωση, της εξηγεί την πολιτική γραμμή του κόμματος και κατευθύνει τη δράση της
     συνώνυμα: καθοδήγηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.