καθιστά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθιστά < καθιστός

Επίρρημα

καθιστά

  1. όντας κάποιος καθιστός

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καθιστά

Ρηματικός τύπος

καθιστά

  1. γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος καθιστώ
  2. να καθιστά: γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος καθιστώ
  3. θα καθιστά: γ' ενικό μέλλοντα του ρήματος καθιστώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.