καθιστά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καθιστά
<
καθιστός
Επίρρημα
καθιστά
όντας κάποιος
καθιστός
Μεταφράσεις
καθιστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καθιστά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
καθιστό
Ρηματικός τύπος
καθιστά
γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος
καθιστώ
να καθιστά
:
γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος
καθιστώ
θα καθιστά
:
γ' ενικό μέλλοντα του ρήματος
καθιστώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.