καθελκύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθελκύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθέλκ(ω)+ -ύω κατά το ελκύω[1]. Μορφολογικά, (κατά) καθ- + ελκύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θelˈci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθελκύω

Ρήμα

καθελκύω, πρτ.: καθέλκυα/καθείλκυα, αόρ.: καθέλκυσα/καθείλκυσα, παθ.φωνή: καθελκύομαι, π.αόρ.: καθελκύστηκα, μτχ.π.π.: καθελκυσμένος

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κατά, έλκω και ελκύω

Κλίση

Παρατατικός: καθέλκυα, καθείλκυα. Αόριστος: καθέλκυσα, καθείλκυσα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.