καθελκυσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθελκυσμός οι καθελκυσμοί
      γενική του καθελκυσμού των καθελκυσμών
    αιτιατική τον καθελκυσμό τους καθελκυσμούς
     κλητική καθελκυσμέ καθελκυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθελκυσμός < (ελληνιστική κοινή) καθελκυσμός < αρχαία ελληνική καθέλκω

Ουσιαστικό

καθελκυσμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.