καθαρεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθαρεύω < καθαρός, θέμ- καθαρ- και -εύω

Ρήμα

καθαρεύω ρ. αμετ. είμαι καθαρός, μιλώ ή γράφω γλώσσα απαλλαγμένη από δημοτικούς και ιδιωματικούς τύπους.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.