καθαιρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθαιρώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθαιρέω, -ῶ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θeˈɾo/
- τονικό παρώνυμο: καθαίρω
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θαι‐ρώ
Ρήμα
καθαιρώ, πρτ.: καθαιρούσα, στ.μέλλ.: θα καθαιρέσω, αόρ.: καθαίρεσα, παθ.φωνή: καθαιρούμαι, μτχ.π.π.: καθαιρεμένος
- στερώ από κάποιον το αξίωμα ή τον στρατιωτικό βαθμό του
- απομακρύνω, γκρεμίζω κατασκευές ή τμήματά τους
Συγγενικά
- καθαίρεση
- καθαιρούμενος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθαιρώ | καθαιρούσα | θα καθαιρώ | να καθαιρώ | καθαιρώντας | |
| β' ενικ. | καθαιρείς | καθαιρούσες | θα καθαιρείς | να καθαιρείς | ||
| γ' ενικ. | καθαιρεί | καθαιρούσε | θα καθαιρεί | να καθαιρεί | ||
| α' πληθ. | καθαιρούμε | καθαιρούσαμε | θα καθαιρούμε | να καθαιρούμε | ||
| β' πληθ. | καθαιρείτε | καθαιρούσατε | θα καθαιρείτε | να καθαιρείτε | καθαιρείτε | |
| γ' πληθ. | καθαιρούν(ε) | καθαιρούσαν(ε) | θα καθαιρούν(ε) | να καθαιρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθαίρησα | θα καθαιρήσω | να καθαιρήσω | καθαιρήσει | ||
| β' ενικ. | καθαίρησες | θα καθαιρήσεις | να καθαιρήσεις | καθαίρησε | ||
| γ' ενικ. | καθαίρησε | θα καθαιρήσει | να καθαιρήσει | |||
| α' πληθ. | καθαιρήσαμε | θα καθαιρήσουμε | να καθαιρήσουμε | |||
| β' πληθ. | καθαιρήσατε | θα καθαιρήσετε | να καθαιρήσετε | καθαιρήστε | ||
| γ' πληθ. | καθαίρησαν καθαιρήσαν(ε) |
θα καθαιρήσουν(ε) | να καθαιρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καθαιρήσει | είχα καθαιρήσει | θα έχω καθαιρήσει | να έχω καθαιρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καθαιρήσει | είχες καθαιρήσει | θα έχεις καθαιρήσει | να έχεις καθαιρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καθαιρήσει | είχε καθαιρήσει | θα έχει καθαιρήσει | να έχει καθαιρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθαιρήσει | είχαμε καθαιρήσει | θα έχουμε καθαιρήσει | να έχουμε καθαιρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καθαιρήσει | είχατε καθαιρήσει | θα έχετε καθαιρήσει | να έχετε καθαιρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθαιρήσει | είχαν καθαιρήσει | θα έχουν καθαιρήσει | να έχουν καθαιρήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθαιρούμαι | καθαιρούμουν | θα καθαιρούμαι | να καθαιρούμαι | καθαιρούμενος | |
| β' ενικ. | καθαιρείσαι | καθαιρούσουν | θα καθαιρείσαι | να καθαιρείσαι | ||
| γ' ενικ. | καθαιρείται | καθαιρούνταν | θα καθαιρείται | να καθαιρείται | ||
| α' πληθ. | καθαιρούμαστε | καθαιρούμασταν καθαιρούμαστε |
θα καθαιρούμαστε | να καθαιρούμαστε | ||
| β' πληθ. | καθαιρείστε | καθαιρούσασταν καθαιρούσαστε |
θα καθαιρείστε | να καθαιρείστε | καθαιρείστε | |
| γ' πληθ. | καθαιρούνται | καθαιρούνταν | θα καθαιρούνται | να καθαιρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθαιρήθηκα | θα καθαιρηθώ | να καθαιρηθώ | καθαιρηθεί | ||
| β' ενικ. | καθαιρήθηκες | θα καθαιρηθείς | να καθαιρηθείς | καθαιρήσου | ||
| γ' ενικ. | καθαιρήθηκε | θα καθαιρηθεί | να καθαιρηθεί | |||
| α' πληθ. | καθαιρηθήκαμε | θα καθαιρηθούμε | να καθαιρηθούμε | |||
| β' πληθ. | καθαιρηθήκατε | θα καθαιρηθείτε | να καθαιρηθείτε | καθαιρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | καθαιρήθηκαν καθαιρηθήκαν(ε) |
θα καθαιρηθούν(ε) | να καθαιρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καθαιρηθεί | είχα καθαιρηθεί | θα έχω καθαιρηθεί | να έχω καθαιρηθεί | καθαιρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις καθαιρηθεί | είχες καθαιρηθεί | θα έχεις καθαιρηθεί | να έχεις καθαιρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καθαιρηθεί | είχε καθαιρηθεί | θα έχει καθαιρηθεί | να έχει καθαιρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθαιρηθεί | είχαμε καθαιρηθεί | θα έχουμε καθαιρηθεί | να έχουμε καθαιρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καθαιρηθεί | είχατε καθαιρηθεί | θα έχετε καθαιρηθεί | να έχετε καθαιρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθαιρηθεί | είχαν καθαιρηθεί | θα έχουν καθαιρηθεί | να έχουν καθαιρηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καθαιρημένος - είμαστε, είστε, είναι καθαιρημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καθαιρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καθαιρημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καθαιρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καθαιρημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καθαιρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καθαιρημένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καθαιρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.