καθαίρεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθαίρεση | οι | καθαιρέσεις |
| γενική | της | καθαίρεσης* | των | καθαιρέσεων |
| αιτιατική | την | καθαίρεση | τις | καθαιρέσεις |
| κλητική | καθαίρεση | καθαιρέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθαιρέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθαίρεση < καθαιρώ
Ουσιαστικό
καθαίρεση θηλυκό
- η στέρηση αξιώματος, ο υποβιβασμός, το ξήλωμα
- Το Πατριαρχείο αποφάσισε την καθαίρεση ενός επισκόπου
- το κατέβασμα, η αφαίρεση, η απομάκρυνση μιας κατασκευής, τμήματος κτιρίου κ.λπ.
- Ο δήμος προχώρησε στην καθαίρεση διαφημιστικών πινακίδων από κοινόχρηστους χώρους.
- Χτες έγινε καθαίρεση των ορόφων του κτίσματος, με διατήρηση της εξωτερικής όψης.
- Ως πιο αποτελεσματική μέθοδος για την πλήρη καθαίρεση του εργοστασίου, επιλέχτηκε το γκρέμισμα κάθε πτέρυγας με μια αιωρούμενη σιδερένια μπάλα.
Μεταφράσεις
κατεδάφιση
καθαίρεση από αξίωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.