καθαίρεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθαίρεση οι καθαιρέσεις
      γενική της καθαίρεσης* των καθαιρέσεων
    αιτιατική την καθαίρεση τις καθαιρέσεις
     κλητική καθαίρεση καθαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαίρεση < καθαιρώ

Ουσιαστικό

καθαίρεση θηλυκό

  1. η στέρηση αξιώματος, ο υποβιβασμός, το ξήλωμα
    Το Πατριαρχείο αποφάσισε την καθαίρεση ενός επισκόπου
  2. το κατέβασμα, η αφαίρεση, η απομάκρυνση μιας κατασκευής, τμήματος κτιρίου κ.λπ.
    Ο δήμος προχώρησε στην καθαίρεση διαφημιστικών πινακίδων από κοινόχρηστους χώρους.
    Χτες έγινε καθαίρεση των ορόφων του κτίσματος, με διατήρηση της εξωτερικής όψης.
    Ως πιο αποτελεσματική μέθοδος για την πλήρη καθαίρεση του εργοστασίου, επιλέχτηκε το γκρέμισμα κάθε πτέρυγας με μια αιωρούμενη σιδερένια μπάλα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.