καημενούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καημενούλης | η | καημενούλα | το | καημενούλικο |
| γενική | του | καημενούλη | της | καημενούλας | του | καημενούλικου |
| αιτιατική | τον | καημενούλη | την | καημενούλα | το | καημενούλικο |
| κλητική | καημενούλη | καημενούλα | καημενούλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καημενούληδες | οι | καημενούλες | τα | καημενούλικα |
| γενική | των | καημενούληδων | — | των | καημενούλικων | |
| αιτιατική | τους | καημενούληδες | τις | καημενούλες | τα | καημενούλικα |
| κλητική | καημενούληδες | καημενούλες | καημενούλικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καημενούλης < καημέν(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Συγγενικά
- καημενούλα
Μεταφράσεις
καημενούλης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.