σαπφείρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαπφείρινος | η | σαπφείρινη | το | σαπφείρινο |
| γενική | του | σαπφείρινου | της | σαπφείρινης | του | σαπφείρινου |
| αιτιατική | τον | σαπφείρινο | τη | σαπφείρινη | το | σαπφείρινο |
| κλητική | σαπφείρινε | σαπφείρινη | σαπφείρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαπφείρινοι | οι | σαπφείρινες | τα | σαπφείρινα |
| γενική | των | σαπφείρινων | των | σαπφείρινων | των | σαπφείρινων |
| αιτιατική | τους | σαπφείρινους | τις | σαπφείρινες | τα | σαπφείρινα |
| κλητική | σαπφείρινοι | σαπφείρινες | σαπφείρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαπφείρινος < ελληνιστική κοινή σαπφείρινος < σάπφειρος < σημιτικής προέλευσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.