καζάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καζάς | οι | καζάδες |
| γενική | του | καζά | των | καζάδων |
| αιτιατική | τον | καζά | τους | καζάδες |
| κλητική | καζά | καζάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καζάς αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) διοικητική διαίρεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρόμοια σε έκταση με το σημερινό νομό
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) ο μπελάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.