καζάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καζάς οι καζάδες
      γενική του καζά των καζάδων
    αιτιατική τον καζά τους καζάδες
     κλητική καζά καζάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καζάς < τουρκική kaza < αραβική قضاء (qaḍāʾ)

Ουσιαστικό

καζάς αρσενικό

  1. (ιστορία) (Τουρκοκρατία) διοικητική διαίρεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρόμοια σε έκταση με το σημερινό νομό
     συνώνυμα: καϊμακλίκι
  2. (μεταφορικά) (παρωχημένο) ο μπελάς

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.