καβουράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβουράκι τα καβουράκια
      γενική
    αιτιατική το καβουράκι τα καβουράκια
     κλητική καβουράκι καβουράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άντρας με καβουράκι.

Ετυμολογία

καβουράκι < καβούρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

καβουράκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του καβούρι: μικρό ή νεαρό καβούρι
      τραγούδι «Τα καβουράκια», 1995. Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
    Στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια / έρμα παραπονεμένα / κι όλο κλαίνε τα καημένα
    Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα / πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα / κι όλο κλαίνε τα καβουράκια / στου γιαλού τα βοτσαλάκια
  2. (ενδυμασία) είδος αντρικού καπέλου, ρεπούμπλικα με στενό γείσο
     συνώνυμα: μπορσαλίνο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κάβουρας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.