καισαρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καισαρισμός οι καισαρισμοί
      γενική του καισαρισμού των καισαρισμών
    αιτιατική τον καισαρισμό τους καισαρισμούς
     κλητική καισαρισμέ καισαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καισαρισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καισαρισμός αρσενικό

  • η απολυταρχική και μη ανεκτική συμπεριφορά της εξουσίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.