ιταλομαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιταλομαθής | η | ιταλομαθής | το | ιταλομαθές |
| γενική | του | ιταλομαθούς* | της | ιταλομαθούς | του | ιταλομαθούς |
| αιτιατική | τον | ιταλομαθή | την | ιταλομαθή | το | ιταλομαθές |
| κλητική | ιταλομαθή(ς) | ιταλομαθής | ιταλομαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιταλομαθείς | οι | ιταλομαθείς | τα | ιταλομαθή |
| γενική | των | ιταλομαθών | των | ιταλομαθών | των | ιταλομαθών |
| αιτιατική | τους | ιταλομαθείς | τις | ιταλομαθείς | τα | ιταλομαθή |
| κλητική | ιταλομαθείς | ιταλομαθείς | ιταλομαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιταλομαθής < ιταλός + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)
Επίθετο
ιταλομαθής, -ής, -ές
- αυτός που γνωρίζει την ιταλική γλώσσα και γενικότερα έχει γαλουχηθεί με την ιταλική κουλτούρα
Συγγενικά
- ιταλομάθεια
Μεταφράσεις
ιταλομαθής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.