ιταάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιταάτι τα ιταάτια
      γενική του ιταατιού των ιταατιών
    αιτιατική το ιταάτι τα ιταάτια
     κλητική ιταάτι ιταάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιταάτι < τουρκική itaat < αραβική إطاعة (ʾiṭāʿa)

Ουσιαστικό

ιταάτι θηλυκό

  • (παρωχημένο) υποταγή, αναγνώριση της εξουσίας
  •   Έγινεν ούν συνέλευσις όλων των ουλαμάδων (στον Μεχκεμέ επήγασι) και όλων των αγάδων, κέδιάβασαν την προσταγήν , τον ορισμόν , το χάτι , κιόλoι oμού εφώνησαν : " Έχομεν ιταάτι : πλήν σήμερον δεν γίνεται να κάμωμεν το κιέσφι, γιατί η ώρα πέρασε (Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής σταχυολογίας, Α. Παπαδόπουλος-Κεραμέως, εκδ. Αυτοκρατορικού Ορθόδόξου Παλαιστίνου Συλλόγου, 1897, τομ. 3, σελ. 351 )
  •   Εκείνοι που επιθυμούσι να μείνωσι εις το ιταάτι (εξουσίαν) του Βασιλέα ως κοτσαμπάσηδες κλπ . να έλθητε εις εμένα . 1 ) Οι μη λαβόντες μέρος είς τούτο το ανακάτωμα θέλει ιδή μερχαμέτι ( περιποιήσεις ) του βασιλέως μας (Bulletin de la Société historique et ethnologique de la Grèce, τομ. 21, Η Εταιρεία, 1978, σελ. 150 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.