μερχαμέτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μερχαμέτι τα μερχαμέτια
      γενική του μερχαμετιού των μερχαμετιών
    αιτιατική το μερχαμέτι τα μερχαμέτια
     κλητική μερχαμέτι μερχαμέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερχαμέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική merhamet < αραβική مرحمة (marḥameten)

Ουσιαστικό

μερχαμέτι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.