ιταέτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιταέτι τα ιταέτια
      γενική του ιταετιού των ιταετιών
    αιτιατική το ιταέτι τα ιταέτια
     κλητική ιταέτι ιταέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιταέτι < τουρκική itaat < αραβική إطاعة (ʾiṭāʿa)

Ουσιαστικό

ιταέτι θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.