ισχυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισχυρισμένος | η | ισχυρισμένη | το | ισχυρισμένο |
| γενική | του | ισχυρισμένου | της | ισχυρισμένης | του | ισχυρισμένου |
| αιτιατική | τον | ισχυρισμένο | την | ισχυρισμένη | το | ισχυρισμένο |
| κλητική | ισχυρισμένε | ισχυρισμένη | ισχυρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισχυρισμένοι | οι | ισχυρισμένες | τα | ισχυρισμένα |
| γενική | των | ισχυρισμένων | των | ισχυρισμένων | των | ισχυρισμένων |
| αιτιατική | τους | ισχυρισμένους | τις | ισχυρισμένες | τα | ισχυρισμένα |
| κλητική | ισχυρισμένοι | ισχυρισμένες | ισχυρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ισχυρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.