ἰσχίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἰσχίον | τὰ | ἰσχίᾰ |
| γενική | τοῦ | ἰσχίου | τῶν | ἰσχίων |
| δοτική | τῷ | ἰσχίῳ | τοῖς | ἰσχίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἰσχίον | τὰ | ἰσχίᾰ |
| κλητική ὦ! | ἰσχίον | ἰσχίᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰσχίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰσχίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἰσχίον < ἴς → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἰσχίον
- (ανατομία) ισχίο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 305
- κατ᾽ ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν
- → λείπει η μετάφραση
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 305
Πηγές
- ἰσχίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰσχίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.