ιστορημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιστορημένος | η | ιστορημένη | το | ιστορημένο |
| γενική | του | ιστορημένου | της | ιστορημένης | του | ιστορημένου |
| αιτιατική | τον | ιστορημένο | την | ιστορημένη | το | ιστορημένο |
| κλητική | ιστορημένε | ιστορημένη | ιστορημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιστορημένοι | οι | ιστορημένες | τα | ιστορημένα |
| γενική | των | ιστορημένων | των | ιστορημένων | των | ιστορημένων |
| αιτιατική | τους | ιστορημένους | τις | ιστορημένες | τα | ιστορημένα |
| κλητική | ιστορημένοι | ιστορημένες | ιστορημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ιστορημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.