ιστοπαθολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστοπαθολογία οι ιστοπαθολογίες
      γενική της ιστοπαθολογίας των ιστοπαθολογιών
    αιτιατική την ιστοπαθολογία τις ιστοπαθολογίες
     κλητική ιστοπαθολογία ιστοπαθολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστοπαθολογία < ιστό(ς) + παθολογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ιστοπαθολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.