ιστιοπλόος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ιστιοπλόος | οι | ιστιοπλόοι |
| γενική | του/της | ιστιοπλόου | των | ιστιοπλόων |
| αιτιατική | τον/την | ιστιοπλόο | τους/τις | ιστιοπλόους |
| κλητική | ιστιοπλόε | ιστιοπλόοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιστιοπλόος < ιστιοπλοΐα + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.sti.oˈplo.os/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ιστιοπλοΐα, ιστίο και πλέω
Μεταφράσεις
ιστιοπλόος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.