ιστιοδρομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιστιοδρομία | οι | ιστιοδρομίες |
| γενική | της | ιστιοδρομίας | των | ιστιοδρομιών |
| αιτιατική | την | ιστιοδρομία | τις | ιστιοδρομίες |
| κλητική | ιστιοδρομία | ιστιοδρομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιστιοδρομία < ελληνιστική κοινή ἱστιοδρομ(έω, -ῶ) + -ία. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστί(ο) + -ο- + -δρομία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.sti.o.ðɾoˈmi.a/
Συγγενικά
- ιστιοδρομικό
- ιστιοδρομικός
- ιστιοδρόμος
- ιστιοδρομώ
- → δείτε τις λέξεις ιστίο και δρόμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.