ιστιοδρομικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιστιοδρομικό | τα | ιστιοδρομικά |
| γενική | του | ιστιοδρομικού | των | ιστιοδρομικών |
| αιτιατική | το | ιστιοδρομικό | τα | ιστιοδρομικά |
| κλητική | ιστιοδρομικό | ιστιοδρομικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιστιοδρομικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιστιοδρομικός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ιστιοδρομικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ιστιοδρομικό
- αιτιατική ενικού του ιστιοδρομικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ιστιοδρομικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.