ιστιοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιστιοδρομώ < ελληνιστική κοινή ἱστιοδρομέω / ἱστιοδρομῶ < αρχαία ελληνική ἱστίον (< ἱστός + δρόμος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ιστιοδρομία, ιστίο και δρόμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιστιοδρομώ | ιστιοδρομούσα | θα ιστιοδρομώ | να ιστιοδρομώ | ιστιοδρομώντας | |
| β' ενικ. | ιστιοδρομείς | ιστιοδρομούσες | θα ιστιοδρομείς | να ιστιοδρομείς | (ιστιοδρόμει) | |
| γ' ενικ. | ιστιοδρομεί | ιστιοδρομούσε | θα ιστιοδρομεί | να ιστιοδρομεί | ||
| α' πληθ. | ιστιοδρομούμε | ιστιοδρομούσαμε | θα ιστιοδρομούμε | να ιστιοδρομούμε | ||
| β' πληθ. | ιστιοδρομείτε | ιστιοδρομούσατε | θα ιστιοδρομείτε | να ιστιοδρομείτε | ιστιοδρομείτε | |
| γ' πληθ. | ιστιοδρομούν(ε) | ιστιοδρομούσαν(ε) | θα ιστιοδρομούν(ε) | να ιστιοδρομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιστιοδρόμησα | θα ιστιοδρομήσω | να ιστιοδρομήσω | ιστιοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | ιστιοδρόμησες | θα ιστιοδρομήσεις | να ιστιοδρομήσεις | ιστιοδρόμησε | ||
| γ' ενικ. | ιστιοδρόμησε | θα ιστιοδρομήσει | να ιστιοδρομήσει | |||
| α' πληθ. | ιστιοδρομήσαμε | θα ιστιοδρομήσουμε | να ιστιοδρομήσουμε | |||
| β' πληθ. | ιστιοδρομήσατε | θα ιστιοδρομήσετε | να ιστιοδρομήσετε | ιστιοδρομήστε | ||
| γ' πληθ. | ιστιοδρόμησαν ιστιοδρομήσαν(ε) |
θα ιστιοδρομήσουν(ε) | να ιστιοδρομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιστιοδρομήσει | είχα ιστιοδρομήσει | θα έχω ιστιοδρομήσει | να έχω ιστιοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιστιοδρομήσει | είχες ιστιοδρομήσει | θα έχεις ιστιοδρομήσει | να έχεις ιστιοδρομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ιστιοδρομήσει | είχε ιστιοδρομήσει | θα έχει ιστιοδρομήσει | να έχει ιστιοδρομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιστιοδρομήσει | είχαμε ιστιοδρομήσει | θα έχουμε ιστιοδρομήσει | να έχουμε ιστιοδρομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιστιοδρομήσει | είχατε ιστιοδρομήσει | θα έχετε ιστιοδρομήσει | να έχετε ιστιοδρομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιστιοδρομήσει | είχαν ιστιοδρομήσει | θα έχουν ιστιοδρομήσει | να έχουν ιστιοδρομήσει |
| |
Μεταφράσεις
ιστιοδρομώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.