ισομερές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ισομερές | τα | ισομερή |
| γενική | του | ισομερούς | των | ισομερών |
| αιτιατική | το | ισομερές | τα | ισομερή |
| κλητική | ισομερές | ισομερή | ||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισομερές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ισομερής < ισο- + -μερής, γαλλική isomère < αρχαία ελληνική ἰσομερής (διαιρεμένος σε ίσα μέρη)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.meˈɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐με‐ρές
Ουσιαστικό
ισομερές ουδέτερο
- (χημεία) για άτομα με ίδιο χημικό τύπο αλλά άλλη διάταξη στοιχείων
- (φυσική) για ατομικούς πυρήνες με ίδιο ατομικό αριθμό και μαζικό αριθμό (ίδιο αριθμό πρωτονίων και νετρονίων) αλλά με διαφορετικές ενεργειακές βαθμίδες (σε διαφορετική κατάσταση διέγερσης, με διαφορερτική συμπεριφορά αποσύνθεσης/διάσπασης και διαφορετική διάρκεια ημιζωής)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ισομερές
Αναφορές
- ισομερές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.