ισοζυγιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ισοζυγιστής | οι | ισοζυγιστές |
| γενική | του | ισοζυγιστή | των | ισοζυγιστών |
| αιτιατική | τον | ισοζυγιστή | τους | ισοζυγιστές |
| κλητική | ισοζυγιστή | ισοζυγιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισοζυγιστής < ισοζυγίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική handicapper)
Ουσιαστικό
ισοζυγιστής αρσενικό
- αυτός που ισοζυγίζει
- (ειδικότερα) αυτός που φροντίζει ώστε οι ίπποι να είναι ισοβαρείς για τις ιπποδρομίες
Μεταφράσεις
ισοζυγιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.