ισκιερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισκιερός η ισκιερή το ισκιερό
      γενική του ισκιερού της ισκιερής του ισκιερού
    αιτιατική τον ισκιερό την ισκιερή το ισκιερό
     κλητική ισκιερέ ισκιερή ισκιερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισκιεροί οι ισκιερές τα ισκιερά
      γενική των ισκιερών των ισκιερών των ισκιερών
    αιτιατική τους ισκιερούς τις ισκιερές τα ισκιερά
     κλητική ισκιεροί ισκιερές ισκιερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισκιερός < (ίσκιος +) σκιερός < αρχαία ελληνική σκιερός < σκιά

Επίθετο

ισκιερός

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη σκιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.