ίπταμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ίπταμαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ίπταμαι ίπτασαι, ίπταται, ιπτάμεθα, ίπτασθε, ίπτανται

Εύχρηστοι τύποι του ρήματος υπάρχουν μόνο στον ενεστώτα, στον παρατατικό και στη μετοχή παθητικού ενεστώτα (ιπτάμενος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.