ἱππασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱππασί αἱ ἱππασίαι
      γενική τῆς ἱππασίᾱς τῶν ἱππασιῶν
      δοτική τῇ ἱππασί ταῖς ἱππασίαις
    αιτιατική τὴν ἱππασίᾱν τὰς ἱππασίᾱς
     κλητική ! ἱππασί ἱππασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱππασί
γεν-δοτ τοῖν  ἱππασίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱππασία < ἱππάζομαι < ἵππος

Ουσιαστικό

ἱππασία θηλυκό

  1. ιππασία
  2. ιππευτική τέχνη
  3. οδήγηση άρματος ή άμαξας
  4. ιππικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.