ἱππασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἱππασίᾱ | αἱ | ἱππασίαι |
| γενική | τῆς | ἱππασίᾱς | τῶν | ἱππασιῶν |
| δοτική | τῇ | ἱππασίᾳ | ταῖς | ἱππασίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἱππασίᾱν | τὰς | ἱππασίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἱππασίᾱ | ἱππασίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱππασίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱππασίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἱππασία < ἱππάζομαι < ἵππος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.