ιντερμέδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιντερμέδιο τα ιντερμέδια
      γενική του ιντερμέδιου των ιντερμέδιων
    αιτιατική το ιντερμέδιο τα ιντερμέδια
     κλητική ιντερμέδιο ιντερμέδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιντερμέδιο < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική intermedio[1] < λατινική intermedius < inter + medius

Προφορά

ΔΦΑ : /in.teɾˈme.ði.o/

Ουσιαστικό

ιντερμέδιο ουδέτερο

  1. (θέατρο) παρεμβολή ανάμεσα σε δύο πράξεις ενός θεατρικού (ή άλλου) έργου, με σχετική (ή απόλυτη) αυτοτέλεια σε σχέση με το υπόλοιπο έργο
  2. (κατ’ επέκταση) ενδιάμεσο χρονικό διάστημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.