ιντερμέδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιντερμέδιο | τα | ιντερμέδια |
| γενική | του | ιντερμέδιου | των | ιντερμέδιων |
| αιτιατική | το | ιντερμέδιο | τα | ιντερμέδια |
| κλητική | ιντερμέδιο | ιντερμέδια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /in.teɾˈme.ði.o/
Ουσιαστικό
ιντερμέδιο ουδέτερο
Συγγενικά
- ιντερμέτζο
- → δείτε τη λέξη μέσος
Αναφορές
- ιντερμέδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.