ινοβλάστη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ινοβλάστη | οι | ινοβλάστες |
| γενική | της | ινοβλάστης | των | ινοβλαστών |
| αιτιατική | την | ινοβλάστη | τις | ινοβλάστες |
| κλητική | ινοβλάστη | ινοβλάστες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ινοβλάστη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ινοβλάστη θηλυκό
- ινοβλάστης (αρσενικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα
- ινοκύτταρο
Μεταφράσεις
ινοβλάστη
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.